αγειος

αγειος
    ἄγειος
    ἄ-γειος
    2
    безземельный Aesch.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγειος" в других словарях:

  • ἄγειος — landless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγείω — ἀγείω , ἄγειος landless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀγείω , ἄγειος landless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱γείω , ἄγνυμι break aor subj pass 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»